- λυμαίνω
- (AM λυμαίνω) [λύμη]μέσ. λυμαίνομαιεπιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ.γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ' ἡ νοῡσος», Ιπποκρ.)μσν.μέσ. καταστρέφομαι, βλάπτομαιμσν.-αρχ.ενεργ. καταστρέφωαρχ.μέσ.1. μεταχειρίζομαι κάποιον με άσχημο τρόπο, βασανίζω, κακοποιώ κάποιον, ιδίως με μαστίγωση ή με φυλάκιση, με δεσμά («ἐξαγγέλλει δέ τις τῷ Ἀρισταγόρῃ ὅτι τὸν ξεῑνον οἱ τὸν Μύνδιον Μεγαβάτης δήσας λυμαίνοιτο», Ηρόδ.)2. σκοτώνω, φονεύω («τῷ τε κεράμῳ βάλλοντες αὐτοὺς καὶ λίθων βολαῑς τῶν τε ἄλλων ὀστράκων ἐλυμαίνοντο», Ηρωδιαν.)3. (σχετικά με νόμο) τροποποιώ, μεταβάλλω προς το χειρότερο («οὗτος αὐτοῡ μένων τοὺς Σόλωνος νόμους έλυμαίνετο», Λυσ.)4. (για ηθοποιό) διαστρέφω, παραμορφώνω με την κακή μου απαγγελία («παρ' ἃς παρανάγνωθι καὶ σύ μοι τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμήνου», Δημοσθ.)5. (με ηθική έννοια) προσβάλλω, ατιμάζω, ντροπιάζω («τῆς σῆς πόλεώς θ', ἥτις σε τρέφει λυμαινόμενον τοῑς μειρακίοις», Αριστοφ.)6. (με δοτ. τού τρόπου) μεταχειρίζομαι κάποιον με τον χειρότερο τρόπο7. επιφέρω κάθε δυνατή βλάβη ή ζημιά8. μολύνω, λερώνω9. επιβάλλω πρόστιμο ή ποινή10. παθ. α) ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι από κάποιον («καὶ διώκεσθαι πόλεως χαλκηλάτῳ πλάστιγγι λυμανθὲν δέμας», Αισχύλ.)β) εξευτελίζομαι, καταρρακώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.